συκομορέα

συκομορέα
σῡκομορέᾱ , συκομορέα
fem nom/voc/acc dual
σῡκομορέᾱ , συκομορέα
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συκομορέα — ἡ, Α βλ. συκομουριά …   Dictionary of Greek

  • συκομοραία — συκομοραίᾱ , συκομοραία fem nom/voc/acc dual συκομοραίᾱ , συκομοραία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σῡκομοραίᾱ , συκομορέα fem nom/voc/acc dual σῡκομοραίᾱ , συκομορέα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκομορέας — σῡκομορέᾱς , συκομορέα fem acc pl σῡκομορέᾱς , συκομορέα fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • смоква — смоковница, цслав., ст. слав. смокы, род. п. смокъве σῦκον, συκομορέα (Супр.), болг. смоква, сербохорв. смо̏ква, словен. smọ̑kǝv, польск. smokwa. Напротив, чеш. smokva фига, смоква , в. луж. smokwa – то же представляют собой неологизмы; см.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • βατσινιά — (I) η [βάτσινο] 1. ο βάτος 2. ο βατιώνας 3. το δέντρο συκομορέα, συκαμνιά. (II) η [βατσίνα] η ουλή από τη βατσίνα …   Dictionary of Greek

  • συκομουριά — η / συκομορέα, ΝΜΑ, και συκομοραία Α οπωροφόρο αειθαλές δέντρο τής Αφρικής με φύλλα όμοια με τα φύλλα μουριάς και καρπό όμοιο με μικρό σύκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συκόμορον + κατάλ. έα (πρβλ. συκ έα). Ο τ. συκο μουριά με συνίζηση] …   Dictionary of Greek

  • ԺԱՆՏԱԹԶԵՆԻ — ( ) NBH 1 0832 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical գ. συκομορέα sycomorus Տ. ՄՈԼԱԹԶԵՆԻ. *Ել ʼի ժանտաթզենին. Ղկ. ՟Ժ՟Թ. 4: Որ ոչ իջանէ ʼի ժանդաթզենոյն, այսինքն որ ոչ դառնայ ʼի մեղաց, ոչ կարէ ապրել. Տօնակ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • συκομοραίαις — συκομοραία fem dat pl σῡκομοραίαις , συκομορέα fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”